Η Μονάδα είναι το εθνικό κέντρο αρμόδιο να ζητά, παραλαμβάνει, αναλύει και διοχετεύει πληροφορίες σε σχέση με αναφορές ύποπτων συναλλαγών και άλλες συναφείς πληροφορίες, αναφορικά με ενδεχόμενα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και αδικήματα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Μονάδα, ανάμεσα σε άλλα, έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
Συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με αντίστοιχες Μονάδες άλλων χωρών.
Εκτελεί επίσημα Αιτήματα δικαστικής συνδρομής από ξένες Δικαστικές Αρχές.
Εκδίδει διοικητικές εντολές για την αναστολή εκτέλεσης ύποπτων συναλλαγών.
Υποβάλλει Αιτήματα στο δικαστήριο για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης, παγώματος και δήμευσης περιουσιακών στοιχείων.
Ο Νόμος προνοεί για την υποχρεωτική αναφορά ύποπτων συναλλαγών στη ΜΟ.Κ.Α.Σ., και την υποχρέωση για λήψη προληπτικών μέτρων (π.χ. εξακρίβωση της ταυτότητας πελατών, τήρησης αρχείων κ.λ.π.) που εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, περιλαμβανομένων των δικηγόρων και ελεγκτών. Επιπρόσθετα, η Μονάδα έχει αρμοδιότητα σε θέματα πολιτικής, αναφορικά με τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος παράνομου χρήματος, συνεχούς ενημέρωσης και λήψης πρωτοβουλιών για εκπαίδευση, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Με βάση τις σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας και τις εγκυκλίους των Εποπτικών Αρχών, η Μονάδα συνεργάζεται στενά με όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Επίσης έχει την προεδρία της «Συμβουλευτικής Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας», που αναφέρεται πιο κάτω.
Η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ) έχει οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 18 Μαρτίου 2009, ως Υπηρεσία ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς της Απόφασης 2007/845/ΔΕΥ του Συμβούλιου της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων.