Το Διοικητικό Δίκαιο αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους κλάδους δικαίου. Αφορά τους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται στη δημόσια διοίκηση ως προς την οργάνωση, τη λειτουργία και τον έλεγχό της, όταν το κράτος ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας και, συνεπώς, αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της δημοκρατικής διακυβέρνησης στα πλαίσια του κράτους δικαίου. Μέσω των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται η διοικητική δικαιοσύνη στην κυπριακή έννομη τάξη και ο δικαστικός έλεγχος των διοικητικών πράξεων. Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της δημόσιας διοίκησης αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό του διοικητικού δικαίου. Αναδύεται από τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τους σχετικούς νόμους, αλλά και τη πλούσια νομολογία του δικαστηρίου, η οποία βασίζεται κυρίως στα ηπειρωτικά πρότυπα και αρχές,, όπως εφαρμόζονται σε χώρες, όπως η Ελλάδα και η Γαλλία και αποτελεί πρωταρχική πηγή του Διοικητικού Δικαίου, (με δεδομένο ότι το εν λόγω Άρθρο είχε συνταχθεί, έχοντας ως πρότυπο το ηπειρωτικό δίκαιο). Βεβαίως, αξίζει να σημειωθεί ότι οι νομολογιακές αρχές του Διοικητικού Δικαίου κωδικοποιήθηκαν με την ψήφιση του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος αρ. 158(Ι)/1999, όπως τροποποιήθηκε). Ο Νόμος αυτός είναι συμπληρωματικός και καταγράφει τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου, που έχουν ήδη παγίως νομολογηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και είναι γενικώς αποδεκτές, ενώ η νομολογία του δικαστηρίου παραμένει ως βασική πηγή του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου. Σημαντικός σταθμός στη διάπλαση του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου είναι η αναδιοργάνωση και η μεταρρύθμιση της διοικητικής δικαιοσύνης που έλαβε χώρα μέσω του περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο (Ν. 130(Ι)/2015) και της δημιουργίας δύο νέων πρωτοβάθμιων Διοικητικών Δικαστηρίων που καθιδρύθηκαν με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015) και με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018). Με τον περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2019, τροποποιήθηκε το Άρθρο 146 του Συντάγματος, έτσι ώστε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία εκδίκασης προσφυγών να εκδικάζεται πλέον από τα δύο Διοικητικά Δικαστήρια που καθιδρύθηκαν δια του Νόμου 131(Ι) του 2015 και του Νόμου 73(Ι) του 2018. Συνεπώς, τα άνω Διοικητικά Δικαστήρια έχουν πλέον αρμοδιότητα να αποφασίζουν σε πρώτο βαθμό επί προσφυγών, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί των εφέσεων κατά αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Ι. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ Η διοίκηση στις ενέργειές της δεν δρα απεριόριστα και κατ’ αρέσκεια, ενώ οι δραστηριότητες της προσδιορίζονται και περιορίζονται από το Νόμο. Α. Κρίσιμο Νομικό Καθεστώς Η νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσής της, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης που εξετάστηκε. Κατ’ εξαίρεση, λαμβάνεται υπόψη το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης, όταν η διοίκηση έδειξε αδικαιολόγητη αργοπορία κατά την εξέταση της αίτησης. Β. Τήρηση της Διαδικασίας που προβλέπει ο Νόμος Κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, η διοίκηση οφείλει να ακολουθεί τον τρόπο ενέργειας που της επιβάλλει ο νόμος. Γ. Αναδρομικότητα Διοικητικών Πράξεων Οι διοικητικές πράξεις δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ. Κατ’ εξαίρεση από τον πιο πάνω κανόνα, επιτρέπεται η αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων στις πιο κάτω περιπτώσεις: (α) Όταν επιτρέπει την αναδρομικότητα της πράξης ο νόμος. (β) Όταν η διοικητική πράξη εκδίδεται για να συμμορφωθεί η διοίκηση σε ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (γ) Όταν η διοικητική πράξη ανακαλεί άλλη παράνομη πράξη της διοίκησης. (δ) Όταν η αναδρομική ισχύς επιβάλλεται από τη φύση της διοικητικής πράξης. (ε) Όταν η αναδρομική ισχύς επιβάλλεται για να αποκατασταθεί αδικία που έγινε σε βάρος διοικουμένου από παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της διοίκησης. Δ. Αρμοδιότητα Διοικητικού Οργάνου Το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι αρμόδιο καθ’ ύλη, κατά τόπο και κατά χρόνο, και η αρμοδιότητα που ανατέθηκε από το νόμο σε ένα όργανο δεν μπορεί να ασκηθεί από άλλο. Περαιτέρω, όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (Delegatus non potest delegare). Ε. Συλλογικά Διοικητικά Όργανα Για να είναι νόμιμο ένα συλλογικό όργανο, πρέπει να είναι νόμιμα συγκροτημένο από όλα τα πρόσωπα που καθορίζει ο νόμος. Πρέπει επίσης να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση, να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη στη συνεδρία. Ενώ η συζήτηση και η λήψη απόφασης πρέπει να διεκπεραιώνεται ενώπιον των ίδιων μελών του συλλογικού οργάνου. Περαιτέρω, για να συνεδριάζει νόμιμα το συλλογικό όργανο, πρέπει να βρίσκεται σε απαρτία, δηλαδή να παρίσταται κατά τη συνεδρία, ο κατώτερος αριθμός των μελών που ορίζει ο νόμος. ΙΙ. ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ Η Αρχή της Ισότητας επιβάλλει στη διοίκηση την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η ίση μεταχείριση άνισων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων, ενώ δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία. ΙΙΙ. Η ΟΡΘΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Η διακριτική εξουσία πρέπει να έχει πάντοτε πηγή και όριο το νόμο και το σκοπό του και να ασκείται μετά από επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων, στάθμιση όλων των νόμιμων στοιχείων κρίσης, χωρίς πλάνη ως προς τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η επιδίωξη σκοπού κατάδηλα ξένου προς τον σκοπό του νόμου, όπως επίσης η υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας, συνιστούν κατάχρηση εξουσίας. ΙV. Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ Οι πράξεις της διοίκησης και ειδικότερα οι πράξεις διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι και δεόντως αιτιολογημένες. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής και όχι γενική και αόριστη και πρέπει να περιέχει όλα τα γεγονότα, στα οποία βασίζεται η διοίκηση, το σκοπό που επιδιώκεται από τη διοίκηση και τον εφαρμοζόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση νομικό κανόνα. Περαιτέρω, το δημόσιο συμφέρον, του οποίου γίνεται επίκληση πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. V. ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Η διοίκηση πρέπει να ενεργεί σε κάθε περίπτωση ορθά και δίκαια (Fair play in action). Οι αρχές που αφορούν τη Φυσική Δικαιοσύνη αφορούν την αρχή ότι κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης, ενώ περαιτέρω, κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης. Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις, τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης πειθαρχικής φύση ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωση ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. VI. ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με το επικρατούν περί δικαίου συναίσθημα, έτσι ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις. Ιδιαίτερα, εφαρμόζονται οι κάτωθι αρχές: Α. Αρχή της Καλής Πίστης Δεν επιτρέπεται η διοίκηση να ενεργά κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί τον πολίτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτή. Β. Αρχή της Αναλογικότητας Η Αρχή αυτή επιτάσσει ότι μεταξύ του συγκεκριμένου μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Όταν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων εξ ίσου νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που θα είναι λιγότερο επαχθής για τον πολίτη. VII. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ Η διοίκηση δεν μπορεί να ανακαλέσει μετά την πάροδο εύλογου χρόνου μια απόφαση της έστω και παράνομη, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για ένα διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Επιτρέπεται, εξαιρετικά, η ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων και μετά από παρέλευση εύλογου χρόνου, αν εκδόθηκαν μετά από δόλια ενέργεια του ενδιαφερόμενου ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμα και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοση της. Επίσης, επιτρέπεται η ανάκληση μια διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση της.