Αρχική / Δομή και Οργάνωση / Τομείς Δικαίου / Τομέας Διοικητικού Δικαίου / Υποτομέας Προσφυγών Διοικητικού Δικαστηρίου
ΕN - English
ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, όπως ισχύει σήμερα, κατοχυρώνεται το δικαίωμα Προσφυγής που αποσκοπεί, σε περίπτωση επιτυχίας της Προσφυγής, στην ακύρωση ή, ακόμα και υπό προϋποθέσεις, και στην τροποποίησηεκτελεστής διοικητικής πράξης ή στην κήρυξη παράλειψης εν όλο ή εν μέρει ως άκυρη, σε περίπτωση που είναι αντίθετη με το Σύνταγμα ή το νόμο ή εάν εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Το ενδεχόμενο τροποποίησης εκτελεστής διοικητικής πράξης από το Διοικητικό Δικαστήριο κατέστη δυνατό αφού με την Όγδοη Τροποποίηση του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι το Διοικητικό Δικαστήριο συνεχίζει, όπως και προηγουμένως το Ανώτατο Δικαστήριο, να ασκεί πρωτίστως ακυρωτικό έλεγχο, πλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ασκεί και έλεγχο ουσίας (νοουμένου ότι η πράξη αφορά φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος είχε αρχικά το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στη συνέχεια (λόγω της αποχώρισης των τουρκοκύπριων δικαστών από τα δικαστήρια που κατέστησε αδύνατη τη λειτουργία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σύνθεση σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος) το Ανώτατο Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος αρ. 33 του 1964, όπως τροποποιήθηκε) προκειμένου «να συνεχίσει την άσκησιν της μέχρι τούδε υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) ασκουμένης δικαιοδοσίας» (άρθρο 3 Ν. 33/64), και, εν τέλει, το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο καθιδρύθηκε με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (Νόμος αρ. 131(Ι) του 2015), και αφού τροποποιήθηκε το Σύνταγμα με τον περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2015 (Νόμος αρ. 130(Ι) του 2015), με απώτερο στόχο την μεταρρύθμιση της διοικητικής δικαιοσύνης στην κυπριακή έννομη τάξη. Κατά την ίδια ημερομηνία (21.7.2015), δημοσιεύτηκε και ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος Ν. 132(Ι)/2015, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, διαγράφηκε η αναφορά για εκδίκαση προσφυγών σε πρώτο βαθμό, από το Ανώτατο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 131(Ι) του 2015, «Καθιδρύεται Διοικητικό Δικαστήριο με αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ...». Ενώ, πλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 146(1) του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίζει «επί πάσης εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό» (Ν. 130(Ι) του 2015). Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι Προσφυγές υποβάλλονται «κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως, οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούν εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασην ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο» (Άρθρο 146(1) του Συντάγματος). Σύμφωνα με το Άρθρο 146(2) του Συντάγματος, το δικαίωμα Προσφυγής αφορά πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) που επηρεάζονται από εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις δημόσιας αρχής ή οργάνου κατά την άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας και, οι οποίες επενεργούν στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου, επηρεάζοντας δυσμενώς, άμεσα και προσωπικά, τα έννομα συμφέροντα του προσφεύγοντος. Σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας της διοικητικής πράξης ή της παράλειψης είναι ότι αυτή προέρχεται από οποιοδήποτε όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Αντικείμενο της Προσφυγής είναι μία ατομική, εκτελεστή διοικητική πράξη [ή παράλειψη], με την οποία ένα διοικητικό όργανο καθορίζει μονομερώς τι πρέπει να ισχύσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Για να μπορεί να προσβληθεί μία πράξη ενός διοικητικού οργάνου ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, αυτή θα πρέπει να είναι και διοικητική και εκτελεστή. Δηλαδή, να προέρχεται από όργανο που ασκεί διοικητική λειτουργία και να παράγει έννομα αποτελέσματα που συνίστανται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου, στη σφαίρα του Διοικητικού Δικαίου. Για τη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, σημασία έχει ο σκοπός και η ουσία για την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι ο τύπος της. Το αποφασιστικό κριτήριο για τη διακρίβωση της νομικής φύσης μιας πράξης ή παράλειψης δεν είναι κατ’ ανάγκην η ορολογία που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της ή ακόμη και το όργανο που την εξέδωσε, αλλά η ουσιαστική εγγενής φύση και ο χαρακτήρας της ίδιας της πράξης ή απόφασης. Πράξεις που δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, διότι δεν επιφέρουν οποιαδήποτε μεταβολή στην υφιστάμενη νομική κατάσταση ενός διοικούμενου, είναι τα διοικητικά μέτρα εσωτερικής φύσης, το οποία περιορίζονται στη ρύθμιση θεμάτων που ανάγονται στην εσωτερική λειτουργία της διοίκησης, οι προπαρασκευαστικές πράξεις, που εκδίδονται σε συνάρτηση με την έκδοση μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης, οι πράξεις που περιέχουν γνώμες και πληροφορίες, οι πράξεις εκτέλεσης, που λαμβάνουν χώρα μετά την έκδοση μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης και που αποσκοπούν στην εκτέλεση της, οι βεβαιωτικές πράξεις που επιβεβαιώνουν μια ήδη υπάρχουσα προγενέστερη ρύθμιση, και οι πράξεις που έχουν χάσει την εκτελεστότητά τους, είτε λόγω ανάκλησης, είτε λόγω συγχώνευσης σε άλλη διοικητική πράξη, είτε λόγω υποβολής ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της. Επίσης, δεν προσβάλλονται με Προσφυγή ούτε οι πράξεις Κυβερνήσεως, αλλά ούτε και οι πράξεις που αφορούν εκλογικές διαδικασίες. Οι πράξεις Κυβερνήσεως ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τον καθορισμό και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής του κράτους ή τη λειτουργία της Κυβέρνησης και καθορίζονται ως τέτοιες μέσα από τη νομολογία. Για να μπορεί ένα πρόσωπο να προσβάλει μια πράξη με προσφυγή στο Δικαστήριο, βασική προϋπόθεση είναι να έχει έννομο, άμεσο και προσωπικό συμφέρον. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο «του οποίου προσεβλήθη ευθέως, δια της αποφάσεως της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς, έννομο συμφέρον». Δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα προσφυγής σε κάθε διοικούμενο που ενδιαφέρεται για τη διασφάλιση της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της ευνομίας, αφού στην Κυπριακή έννομη τάξη, δεν παρέχεται το δικαίωμα λαϊκής αγωγής (actio popularis). Έννομο είναι το συμφέρον που δεν αντίκειται σε μια κατάσταση ή ιδιότητα που αναγνωρίζει ως νόμιμη ο νόμος, το συμφέρον πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, να εκπορεύεται δηλαδή από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Περιλαμβάνει υλικό και ηθικό συμφέρον. Ενεστός είναι το συμφέρον που υπάρχει όταν ασκείται η προσφυγή και υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας εκδίκασής της. Δηλαδή πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της προσφυγής, κατά την ακρόασή της και την τελική της εκδίκαση. Άμεσο είναι το συμφέρον που συνδέεται άμεσα με το πρόσωπο του αιτητή. Συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα που περίοικου να προσβάλει πράξη που αφορά γειτονικό οικόπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή τον επηρεάζει, άμεσα και με βεβαιότητα δυσμενώς. Προσωπικό είναι το συμφέρον που αφορά το πρόσωπο του αιτητή. Σύμφωνα με το Άρθρο 146(3) του Συντάγματος, καθορίζεται ανατρεπτική προθεσμία 75 ημερών υποβολής προσφυγής από την ημέρα της δημοσίευσης της πράξης ή της απόφασης, όταν τη δημοσίευση αυτή την επιβάλλει ο νόμος ή, σε περίπτωση μη δημοσιευτέας πράξης ή παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος, «εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης», (περί της Δέκατης Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2020). Εάν η παράλειψη είναι συνεχιζόμενη, η προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει γιατί υπάρχει και μια νέα παράλειψη για κάθε μέρα που περνά. Η διοίκηση υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδίδονται κατά την άσκηση της προβλεπόμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του (παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος), και μετά από μια ακυρωτική απόφαση, η διοίκηση οφείλει να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε. Ενώ, κατά την επανεξέταση, λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η απόφαση. Σύμφωνα με το Άρθρο 113 του Συντάγματος «ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργών, ασκεί δε πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον καθοριζόμενου ή ανατιθέμενον εις αυτόν δια του Συντάγματος ή διά νόμου». Συνεπώς, όλες οι Προσφυγές που υποβάλλονται «κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως, οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούν εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασην ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο» (Άρθρο 146(1) του Συντάγματος), εκπροσωπούνται ενώπιον του Δικαστηρίου από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος εκπροσωπεί τη Δημοκρατία ως Καθ’ ων η Αίτηση στο Δικαστήριο. Εξαιρούνται οι υποθέσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία, παρόλο που έχουν την έννοια του οργάνου ή της αρχής ή του προσώπου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εκπροσωπούνται από ιδιώτες δικηγόρους. Ως επί το πλείστον, οι νομικοί λειτουργοί που υπάγονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον Τομέα Διοικητικού Δικαίου, χειρίζονται και εκπροσωπούν τη Δημοκρατία ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, εάν καταχωρηθεί έφεση, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνήθως, οι Προσφυγές στρέφονται κατά αποφάσεων/πράξεων/παραλείψεων της Διοίκησης, όταν δρα στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι ακόλουθες κατηγοριοποιήσεις Προσφυγών: (i) Προσφυγές κατά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που συνήθως αφορούν αποφάσεις της Επιτροπής αυτής σχετικά με διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις υπαλλήλων, καθώς και αποφάσεις πειθαρχικών υποθέσεων και διαθεσιμότητας υπαλλήλων. (ii) Tης Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, του Υπουργείου Παιδείας και του ΚΥΣΑΤΣ που συνήθως αφορούν αποφάσεις διορισμών, προαγωγών, καταρτισμούς πινάκων, και αναγνώρισης διπλωμάτων. (iii) Προσφυγές κατά του Εφόρου Φορολογίας, του Εφοριακού Συμβουλίου, του Διευθυντή Τελωνείων κτλ. Συνήθως στρέφονται κατά αποφάσεων των φορολογικών αρχών της Δημοκρατίας, προκύπτουν από την επιβολή ή βεβαίωση φόρων, τελωνειακών δασμών, τελών και εισφορών και κυρώσεων λόγω παράβασης φορολογικής νομοθεσίας. Με την καθίδρυση του νέου Διοικητικού Δικαστηρίου, αυτό δύναται να εξετάζει, πέραν της νομιμότητας, και την ουσία της φορολογικής διαφοράς. (iv) Προσφυγές που αφορούν σε επηρεασμό στους μισθούς, και στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των κρατικών υπαλλήλων, καθώς και των κρατικών αξιωματούχων, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδικάζει μια Αναθεωρητική Έφεση, το επίδικο θέμα εξακολουθεί να είναι η νομιμότητα της πράξης που προσβλήθηκε με την Προσφυγή. Όμως, η επανεξέταση της νομιμότητας της πράξης γίνεται από την Ολομέλεια πάνω στα θέματα και σε όση έκταση τα μέρη έχουν περιορίσει τους λόγους στη σχετική ειδοποίηση της Έφεσης, ή της Αντέφεσης, εκτός αν πρόκειται για θέματα που εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Η απόφαση που εκδίδεται από την Ολομέλεια θεωρείται τελεσίδικη σε σχέση με το θέμα που έχει κριθεί. Του Υποτομέα Προσφυγών Διοικητικού Δικαστηρίου, προΐσταται η κα Έλενα Παπαγεωργίου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.