Αρχική / Δομή και Οργάνωση / Τομείς Δικαίου / Τομέας Διοικητικού Δικαίου / Υποτομέας Πειθαρχικού Δικαίου
ΕN - English
ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Το Πειθαρχικό Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους ρυθμίζεται η πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων και επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές. Η καθιέρωση πειθαρχικών ευθυνών των δημόσιων υπαλλήλων και εκπαιδευτικών λειτουργών γίνεται για το δημόσιο συμφέρον και αποσκοπεί στην τήρηση της εσωτερικής ευταξίας στη δημόσια και εκπαιδευτική υπηρεσία. Η εφαρμογή του Πειθαρχικού Δικαίου αποτελεί άσκηση διοίκησης και ανήκει στη διοικητική λειτουργία. Έτσι, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την άσκηση πειθαρχικής δικαιοδοσίας και η επιβολή πειθαρχικών ποινών συνιστούν διοικητικές πράξεις και υπόκεινται σε προσφυγή, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Οι κανόνες που ρυθμίζουν την πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων περιέχονται σε διάφορες νομοθεσίες. Σε ό,τι αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους οι πειθαρχικοί κανόνες περιέχονται στο Μέρος VII του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν1/90 ως έχει τροποποιηθεί και για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς στο Μέρος ΕΒΔΟΜΟ του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν.10/69, ως έχει τροποποιηθεί. Για τους άλλους υπαλλήλους, όπως τα μέλη των σωμάτων ασφάλειας και τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, για τους οποίους δεν εφαρμόζονται οι Νόμοι αυτοί, εφαρμόζονται οι πειθαρχικοί κανόνες που περιέχονται στις οικείες νομοθεσίες. Βασικά, οι κανόνες αυτοί είναι σχεδόν οι ίδιοι με τους κανόνες που εφαρμόζονται στη δημόσια και εκπαιδευτική υπηρεσία, με ελάχιστες διαφορές, κυρίως σε ό,τι αφορά την ακολουθητέα διαδικασία. Ο Υποτομέας Πειθαρχικού Δικαίου επιλαμβάνεται των πειθαρχικών υποθέσεων που αποστέλλονται από τις Αρμόδιες Αρχές στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αφορούν είτε Δημόσιους Υπαλλήλους δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, είτε Εκπαιδευτικούς Λειτουργούς δυνάμει του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 Ν. 10/69, ως έχουν τροποποιηθεί. Η διοικητική έρευνα που διεξάγεται πολλές φορές από μέρους της Διοίκησης δεν ρυθμίζεται από τους πιο πάνω Νόμους και αποτελεί έρευνα η οποία αποσκοπεί στο να διασαφηνισθούν γεγονότα και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε ένα συμβάν. Συνοπτικά παρατίθεται η ακολουθητέα διαδικασία σε σχέση με την διεκπεραίωση των πειθαρχικών υποθέσεων. Αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της αρμόδιας αρχής ότι δημόσιος υπάλληλος ή εκπαιδευτικός λειτουργός δυνατό να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να διορίζει Ερευνώντα Λειτουργό, ο οποίος ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα του παραπτώματος, θα λάβει και ανάλογη εντολή να διεξαγάγει είτε συνοπτική έρευνα είτε έρευνα που θα οδηγήσει την υπόθεση για εκδίκαση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ή την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.
Ο Ερευνών Λειτουργός διεξάγει την έρευνά του το ταχύτερο και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα. Η προθεσμία αυτή κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι είναι ενδεικτική. Οποιαδήποτε όμως καθυστέρηση πρέπει να είναι δικαιολογημένη (π.χ. απουσία στο εξωτερικό, φόρτος εργασίας κλπ) και να εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή.
Ο Ερευνών Λειτουργός αμέσως μετά την εντολή για διεξαγωγή έρευνας πρέπει να ενημερώσει με επιστολή το διωκόμενο δημόσιο υπάλληλο ή εκπαιδευτικό λειτουργό ότι θα διεξαχθεί έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από μέρους του.
Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας ο Ερευνών Λειτουργός πρέπει να πάρει κατάθεση από τον καταγγέλλοντα και έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης. Το πρόσωπο που δίνει την κατάθεση μονογραφεί κάθε σελίδα της κατάθεσής του και την υπογράφει στο τέλος αυτής.
Μετά τη συμπλήρωση της λήψης των μαρτυρικών καταθέσεων ο Ερευνών Λειτουργός πρέπει να στείλει προς τον καθ’ ου η δίωξη δημόσιο υπάλληλο ή εκπαιδευτικό λειτουργό, επιστολή με την οποία θα φέρει σε γνώση του την εναντίον του υπόθεση και του αποστέλλει αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και του δίδει την ευκαιρία να ακουστεί. Σε περίπτωση που ο δημόσιος υπάλληλος ή ο εκπαιδευτικός λειτουργός παραλείψει να απαντήσει, ο Ερευνών Λειτουργός πρέπει να του στείλει νέα επιστολή με την οποία να τον πληροφορεί ότι αν παραλείψει να απαντήσει σε καθορισμένο λογικό χρονικό διάστημα τότε θα αναγκαστεί να υποβάλει το πόρισμά του χωρίς να τον ακούσει. Ο Ερευνών Λειτουργός αφού συμπληρώσει την έρευνά του, υποβάλλει προς την αρμόδια αρχή μέσω του οικείου Διευθυντή/Προϊσταμένου την έκθεση του, που περιλαμβάνει το πόρισμα του με πλήρη αιτιολογία μαζί με όλο το μαρτυρικό υλικό και άλλα σχετικά έγγραφα που έχει συλλέξει. Η Έκθεση του Ερευνώντα Λειτουργού αποστέλλεται από την αρμόδια αρχή στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για γνωμοδότηση μαζί με τις απόψεις της αρμόδιας αρχής σε σχέση με την προαναφερόμενη έκθεση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εξετάζει το ταχύτερο δυνατό την υπόθεση και συμβουλεύει/γνωμοδοτεί την αρμόδια αρχή αν μπορεί να διατυπωθεί η κατηγορία εναντίον του δημόσιου υπαλλήλου ή εκπαιδευτικού λειτουργού. Σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης, προβαίνουμε στην σύνταξη του κατηγορητηρίου, το οποίο αποστέλλεται στην αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή, αφού υπογράψει το κατηγορητήριο το αποστέλλει στην αντίστοιχη Επιτροπή (ΕΔΥ ή ΕΕΥ) ενώπιον της οποίας θα αρχίσει η εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης. Δικηγόρος της αρμόδιας αρχής και/ή για την κατηγορούσα αρχή εμφανίζεται ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας που μελέτησε την υπόθεση αυτή. Ο πειθαρχικά διωκόμενος δημόσιος υπάλληλος ή εκπαιδευτικός λειτουργός κλητεύονται για ακρόαση της υπόθεσης από την αντίστοιχη Επιτροπή, και στην περίπτωση που δεν εμφανισθεί κατά την ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση, τότε η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται στην απουσία του. Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατόν, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά και τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας. Η Επιτροπή έχει εξουσία: