Αρχική / Δομή και Οργάνωση / Τομείς Δικαίου / Τομέας Διοικητικού Δικαίου / Υποτομέας Προσφυγών Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας
ΕN - English
ΥΠΟΤΟΜΕΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ο Υποτομέας Προσφυγών του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επιφορτίζεται με το χειρισμό όλων των προσφυγών που κατατίθενται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας («ΔΔΔΠ») και αφορούν πράξεις ή αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί. Στη συνέχεια, εάν καταχωρηθεί έφεση, χειρίζεται τις εφέσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ίδρυση Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας
Αρχικά, τη δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος όσον αφορά σε αποφάσεις, πράξεις και/ή παραλείψεις, είχε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, η οποία μεταφέρθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος αρ. 33 του 1964, όπως τροποποιήθηκε). Στη συνέχεια, η δικαιοδοσία ως προς τον έλεγχο των αποφάσεων ή πράξεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, που εκδίδονταν δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου,αναλήφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο καθιδρύθηκε με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (Νόμος 131(Ι) του 2015), και αφού τροποποιήθηκε το Σύνταγμα με τον περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2015 (Νόμος αρ. 130(Ι) του 2015).. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έχει καταργηθεί με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα με αρ. 5433, ημερ. 31.12.20.
Το ΔΔΔΠ ιδρύθηκε το 2018 και λειτουργεί δυνάμει του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής «Ν.73(Ι)/2018»), έχει έδρα τη Λευκωσία και είναι επιφορτισμένο με την πρωτοβάθμια αρμοδιότητα να αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής «Ν. 6(Ι)/2000») ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του ιδίου Νόμου.
Η ίδρυση του ΔΔΔΠ έγινε με σκοπό την εναρμόνιση με τις διατάξεις της παραγράφου (4) του άρθρου 10, του στοιχείου ε) της παραγράφου (1) και, της παραγράφου (2) του άρθρου 12, του στοιχείου α) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου (1) του άρθρου 23, των παραγράφων (1), (2) και (3) του άρθρου 46, του άρθρου 48 και του πρώτου εδαφίου του άρθρου 52 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας», όπως επίσης και για σκοπούς εναρμόνισης με τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 26 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία».
Τέλος, η ίδρυση του ΔΔΔΠ αποσκοπεί στην αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (1) του άρθρου 27 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα».
Δικαιοδοσία ΔΔΔΠ
Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2018) οριοθετεί τη δικαιοδοσία του εν λόγω Δικαστηρίου, όπου υποδεικνύεται ότι ο εκάστοτε Δικαστής του ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο ΔΔΔΠ από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του Νόμου 73(Ι)/2018 και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου. Το ΔΔΔΠ έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, η οποία εκδίδεται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.
Κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως:
(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα.
Το ΔΔΔΠ συνεκτιμά τα γεγονότα και τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, ασχέτως αν αυτά είναι προγενέστερα ή μεταγενέστερα αυτής. Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να διατάζει τη διοικητική αρχή όπως απαντήσει ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα εντός καθοριζόμενης από το δικαστήριο προθεσμίας, ενώ έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στον Προσφύγων Νόμο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο ασκήσει προσφυγή στο ΔΔΔΠ δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο καθ’ ου η αίτηση παρέχει στο ΔΔΔΠ και στον προσφεύγοντα πρόσβαση στις πληροφορίες του διοικητικού φακέλου που αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη. Η απόφαση του ΔΔΔΠ πρέπει να εκδίδεται εντός εύλογου χρόνου και απαραιτήτως πρέπει να την κοινοποιείται στον προσφεύγοντα ή στο δικηγόρο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.
Προθεσμία άσκησης προσφυγής
Το Άρθρο 146 (3) του Συντάγματος καθορίζει ότι η προσφυγή ασκείται εντός 75 ημερών από την ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από την ημέρα καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος. Ο περί της Δέκατης Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2020, Ν. 135(Ι)/20, τροποποιεί το 146(3) του Συντάγματος με τη προσθήκη της φράσης «εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης.»
Ο Νόμος 73(Ι)/2018, στο άρθρο 12Α αυτού, καθορίζει τις προθεσμίες για άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ο Νόμος αυτός ορίζει στο άρθρο 12Α, ότι οποιαδήποτε προσφυγή κατά απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών (30) από την ημερομηνία γνωστοποίησής της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.
Επιπλέον, για ορισμένες αποφάσεις ή διατάγματα, που καθορίζονται ρητά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 12Α, η προσφυγή ασκείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης και/ή επίδοσης του διατάγματος κράτησης. Τέτοιες αποφάσεις είναι π.χ η απόρριψη αίτησης, η οποία εξετάστηκε με βάση την ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12Δ του περί Προσφύγων Νόμου, η απόφαση απόρριψης αίτησης ως προδήλως αβάσιμης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η απόφαση με την οποία κρίνεται αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η απόφαση με την οποία αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η απόφαση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με την παροχή, ανάκληση ή περιορισμό των πλεονεκτημάτων τα οποία προβλέπονται σε οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου και το διάταγμα κράτησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.
Βασικές αρχές που διέπουν τα αιτήματα διεθνούς προστασίας
Ο Νόμος 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί, και ο Νόμος 73(Ι)/2018, καθορίζουν το νομικό πλαίσιο παροχής διεθνούς προστασίας και κατοχυρώνουν την απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του αιτητή ενώπιον του ΔΔΔΠ, όπως κάτωθι αναφέρονται:
vi. να προσφύγει αποτελεσματικά ενώπιον των εθνικών αρμόδιων αρχών τόσο διοικητικών, όσο και δικαστικών και να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας ή να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εφ’ όσον πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις (βλ. ιδίως, άρθρα 18Α και 19 του Ν.6(Ι)/2000 και άρθρο 11 του Ν.73(Ι)/2018).
Κατά τη διαδικασία του ελέγχου νομιμότητας και ουσίας, μπορεί να επικυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη ή να την ακυρώσει και να την τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει.
Αναφορικά με τις αρχές του δικαίου που διέπουν τον έλεγχο νομιμότητας, το ΔΔΔΠ καθοδηγείται από τον περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/99) και τη σχετική νομολογία, δεδομένου ότι ισχύει το δεσμευτικό προηγούμενο των αποφάσεων, οι οποίες και συνιστούν πηγή δικαίου.
Το ΔΔΔΠ κατά τον έλεγχο της ουσίας, ένεκα της αλληλεξάρτησης του με το ενωσιακό δίκαιο και διεθνές δίκαιο στα ζητήματα της διεθνούς προστασίας αναφέρεται στην νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), καθώς και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Επί τη βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ, κρίνεται χρήσιμη η αναφορά στις ακόλουθες αρχές δικαίου, οι οποίες ενσωματώθηκαν νομολογικά και επί τη βάσει των οποίων κρίνονται οι εκάστοτε υποθέσεις:
(α) Η χώρα υποδοχής δεν δύναται να απομακρύνει, από την επικράτειά της, αλλοδαπό εάν η ενδεχόμενη απομάκρυνση θα τον εκθέσει σε κίνδυνο θανάτου ή σε κίνδυνο υποβολής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Η αρχή της μη-επαναπροώθησης, non-refoulement, κατοχυρώνεται στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες και αποτελεί κανόνα του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Συνιστά έννοια ευρύτερη του ασύλου και σχετίζεται με πρόσωπα τα οποία χρήζουν προστασίας από ενδεχόμενη δίωξη ή βασανιστήρια ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική στη χώρα προέλευσής τους. Εφαρμόζεται σε κάθε κατάσταση που συνεπάγεται την απομάκρυνση, απέλαση, επιστροφή, έκδοση, άρνηση εισόδου στη χώρα ασύλου ή υποδοχής.
(β) Δεν λαμβάνεται υπόψη το κατά πόσο ο ενδεχόμενος κίνδυνος θανάτου ή ο κίνδυνος υποβολής σε βασανιστήρια προέρχεται από τους κρατικούς φορείς της χώρας επιστροφής ή από μη κρατικούς φορείς ή, ακόμη, και αν οφείλεται στην ανθρωπιστική κατάσταση, η οποία επικρατεί στη χώρα επιστροφής.
(γ) Η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας συνιστά σοβαρή επέμβαση στην κατοχυρωμένη προσωπική του ελευθερία και, κατ’ αρχήν απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, η κράτηση είναι δυνατή εφ’ όσον (i) συντρέχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής του ενδιαφερομένου, (ii) προηγήθηκε ατομική αξιολόγηση της περίπτωσής του, (iii) η κράτηση είναι αναλογική και (iv) είναι αδύνατη η εφαρμογή ηπιότερου μέτρου.
(δ) Όταν ο ενδιαφερόμενος είναι ασυνόδευτος ανήλικος, άρα, πρόσωπο ευάλωτο, η εις βάρος του επιβολή κυρώσεων αποφασίζεται μόνον αφού ληφθούν υπ’ όψιν η ιδιαιτερότητα της κατάστασής του, το μείζον συμφέρον του και η αρχή της αναλογικότητας.
(ε) Οι ενδιαφερόμενοι αιτητές ασύλου έχουν πρόσβαση στις σχετικές διαδικασίες όπως επίσης και σε κατάλληλη και επαρκή πληροφόρηση. Αμερόληπτες και ανεξάρτητες εθνικές αρχές εξετάζουν ενδελεχώς και εντός εύλογου χρόνου τις αιτήσεις ασύλου και ενόσω εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης για την παροχή ασύλου, απαγορεύεται η απέλαση και απομάκρυνση καθ’ οιονδήποτε άλλου τρόπου του αιτητή.
Δικονομία
Η δικονομία και πρακτική καθορίζεται με Διαδικαστικό Κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 163 του Συντάγματος.
Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ. 1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015 τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο ΔΔΔΠ από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019) και κατ΄ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός εάν αλλιώς ορίσει το ΔΔΔΠ.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραπάνω διαδικαστικού κανονισμού, η εκάστοτε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και οποιαδήποτε νέα έγγραφα. Η προσφυγή παράλληλα επιδίδεται επί ποινή απόρριψης της εντός δέκα (10) ημέρων από την ημερομηνία καταχώρισης της εκτός αν άλλως ήθελε ορίσει το Δικαστήριο. Κάθε ένσταση καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο εντός είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της προσφυγής. Ακολούθως, το Πρωτοκολλητείο ορίζει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου για οδηγίες ως προς την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης εκτός αν το Δικαστήριο προβεί σε σύντμηση των προθεσμιών αυτών εφόσον συντρέχουν λόγοι.
Μετά από την καταχώρηση της ένστασης και υπό την αίρεση των οδηγιών του Δικαστηρίου, ο αιτητής στην προσφυγή καταχωρεί γραπτή αγόρευση εντός 30 ημερών και ο καθ΄ ου η αίτηση σε διάστημα 30 ημερών από της επίδοσης σε αυτόν της γραπτής αγόρευσης του αιτητή. Ο αιτητής έχει δικαίωμα καταχώρισης απαντητικής αγόρευσης εντός των επομένων 10 ημερών. Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες, κατά περίπτωση, αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Νέα έγγραφα ή επιπρόσθετα στοιχεία ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία πρέπει να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του. Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχτεί τέτοια μαρτυρία μόνο όταν κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή του ευεργετήματος της διεθνούς προστασίας.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων, ο αιτητής και ο καθ΄ ου η αίτηση, δύνανται να έχουν 15 λεπτά χρόνο, κατ΄ ανώτατο όριο, για προφορική υποστήριξη των θέσεων που έχουν διατυπωθεί στις αντίστοιχες γραπτές αγορεύσεις τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει το χρόνο, αν υπό τις περιστάσεις το κρίνει ορθό και δίκαιο.
Έφεση κατά αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας:
Κάθε έφεση που υποβάλλεται εναντίον απόφασης του ΔΔΔΠ ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τίθεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου αρ. 73(Ι)/2018, όπως οι περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 ορίζουν.
Συμφώνως προς το άρθρο 13 του Νόμου 73(Ι)/2018 οποιαδήποτε απόφαση του ΔΔΔΠ, δύναται να εφεσιβληθεί μέσα σε διάστημα δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.
Η έφεση υπόκειται ενώπιον τριμελούς ή, αναλόγως, διευρυμένης σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για λόγο που αναφέρεται σε νομικό σημείο μόνο.
Εφαρμόζεται, κατ΄αναλογία, ο περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Διαδικασία) Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία των Αναθεωρητικών Εφέσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επίσης, σχετικός είναι και ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996).
Του Υποτομέα Προσφυγών Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, προΐσταται η κα Γιάννα Χατζηχάννα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.